- προκαθάρσιον
- προκαθάρσιονprevious purificationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθάρσιον — τὸ, Α το μέσο για την προπαρασκευαστική κάθαρση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθάρσιον] … Dictionary of Greek
προκαθάρσια — προκαθάρσιον previous purification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)